Δίομος

Δίομος
I
Μυθολογικός ήρωας, επώνυμος του αττικού δήμου της Διομείας. Αναφέρεται ότι ήταν γιος του Κολυττού και φίλος του Ηρακλή. Σύμφωνα με μία παράδοση, ενώ ο Δ. προσέφερε θυσία στην Εστία, ένας άσπρος σκύλος άρπαξε το θύμα και έφυγε. Το μαντείο που ρωτήθηκε σχετικά, απάντησε πως έπρεπε να χτιστεί βωμός στον Ηρακλή στο σημείο ακριβώς όπου ο σκύλος άφησε τη λεία του. Από τότε, η θέση εκείνη ονομάστηκε Κυνόσαργες (από τη λευκότητα ή την ταχύτητα του σκύλου). Άλλη παράδοση ανέφερε πως o Δ. ήταν ιερέας, ο οποίος, μαζί με άλλους, σκότωσε έναν ταύρο που επιχείρησε να καταβροχθίσει την προσφορά αναίμακτης θυσίας. Σε ανάμνηση του επεισοδίου καθιερώθηκαν τα Βουφόνια (βλ. λ.) που τελούνταν στη διάρκεια των Διιπολίων.
II
(6ος; αι. π.Χ.). Ποιητής. Έζησε πριν από τον Επίχαρμο. Θεωρείται ιδρυτής της βουκολικής ποίησης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Δίομος — masc nom sg Διόμος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διόμου — Δίομος masc gen sg Διόμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίομον — Δίομος masc acc sg Διόμος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГЕРКУЛЕС, ГЕРАКЛ — •Hercŭles, Ήρακλη̃ς, высший идеал геройской силы, национальный герой греков, который, родившись от Зевса, высшего бога, и смертной женщины и одаренный могучею силою, исполнил самые тяжелые работы на… …   Реальный словарь классических древностей

  • Diomvs — DIŎMVS, i, Gr. Δίομος, ου, des Kolyttus Sohn und Liebling des Herkules, der endlich mit unter die Götter gerechnet wurde. Steph. Byz. in Διόμεια & Schol. Aristoph. ad Batr. v. 664 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Геркулес —    • Hercŭles,          Ήρακλη̃ς, высший идеал геройской силы, национальный герой греков, который, родившись от Зевса, высшего бога, и смертной женщины и одаренный могучею силою, исполнил самые тяжелые работы на земле, очистил свет от чудовищ и… …   Реальный словарь классических древностей

  • βουκολική ποίηση — Είδος ποίησης που εξυμνεί σε δροσερό και αφελές ύφος την απλή και ειρηνική βουκολική και αγροτική ζωή. Η ποίηση αυτή λέγεται και ειδυλλιακή, από τα ποιήματα του κορυφαίου βουκολικού ποιητή Θεόκριτου, τα οποία ονομάστηκαν από τους γραμματικούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”